Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐλύπησεν — ἐλύ̱πησεν , λυπέω grieve aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαχνώ — ἐπαχνῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάχνωσεν ἐλύπησεν, ἠνίασεν» και παθ. «ἐπαχνώθη ἠνιάθη, ἐλυπήθη» … Dictionary of Greek